κολλαβίζω

κολλαβίζω
κολλαβίζω (Α) [κόλλαβος]
παίζω παιχνίδι κατά το οποίο ένας από τους συμπαίκτες κρατά με το χέρι κλειστά τα μάτια άλλου συμπαίκτη και, ενώ κάποιος άλλος τόν χτυπά, αυτός προσπαθεί να μαντέψει ποιός τόν χτύπησε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κεκολλαβισμένοι — κολλαβίζω perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλαβίζειν — κολλαβίζω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”